escabeau

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

escabeau < scabel < λατινική scabellum

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛs.ka.bo/

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
escabeau escabeaux

escabeau (fr) αρσενικό

  1. ξύλινο κάθισμα για ένα άτομο, χωρίς πλάτη ούτε βραχίονα
     δείτε τις λέξεις pouf, sellette και tabouret
  2. μικρός πάγκος όπου στέκεται κανείς γονατιστός
     συνώνυμα: agenouilloir
  3. μικρός πάγκος για να στηρίζουμε τα πόδια μας
  4. μικρή κινητή σκαλίτσα με λίγα σκαλιά

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.