στρίφωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στρίφωμα | τα | στριφώματα |
| γενική | του | στριφώματος | των | στριφωμάτων |
| αιτιατική | το | στρίφωμα | τα | στριφώματα |
| κλητική | στρίφωμα | στριφώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρίφωμα < στριφώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική στρίφω
Ουσιαστικό
στρίφωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στριφώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.