στρίφωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρίφωμα τα στριφώματα
      γενική του στριφώματος των στριφωμάτων
    αιτιατική το στρίφωμα τα στριφώματα
     κλητική στρίφωμα στριφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρίφωμα < στριφώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική στρίφω

Ουσιαστικό

στρίφωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω
  2. το γυρισμένο και ραμμένο τμήμα τού κάτω μέρους ενός υφάσματος ή ρούχου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.