leer

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

leer (en)

  1. λαγνοκοιτάζω, λαγνοκοιτάω, λαγνοκοιτώ, καυλοκοιτάζω, καυλοκοιτάω, καυλοκοιτώ
  2. λοξοκοιτάζω-λοξοκοιτάω-λοξοκοιτώ με εχθρική διάθεση

Ουσιαστικό

leer (en)

  1. η λοξή ματιά που δείχνει εχθρική διάθεση ή σεξουαλική επιθυμία
  2. (παρωχημένο) το μάγουλο ή γενικότερα το πρόσωπο, η εμφάνιση



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Επίθετο

leer (de)

Αντώνυμα



Ισπανικά (es)

Προφορά

ΔΦΑ : /leˈer/

Ρήμα

leer (es)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.