iyi
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- iyi < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ایو (eyü) < παλαιά τουρκική της Ανατολίας ايو (eyü) < παλαιά τουρκική 𐰓𐰏𐰇 (edgü) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈji/
Επίθετο
iyi (tr)
- καλός, ο θετικά, αγαθά, φιλικά διακείμενος προς τους άλλους
- καλός, που υπερτερεί σε κάτι, είναι ανώτερος από άλλους ομοίους του
- καλός, ικανοποιητικός, κατάλληλος
- καλός, πρώτο συνθετικό σε μερικές φράσεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού
Παράγωγα
- iyilik
- iyice
Αναφορές
- iyi - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.