iyi

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

iyi < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ایو‎ (eyü) < παλαιά τουρκική της Ανατολίας ايو (eyü) < παλαιά τουρκική 𐰓𐰏𐰇 (edgü) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈji/

Επίθετο

iyi (tr)

  1. καλός, ο θετικά, αγαθά, φιλικά διακείμενος προς τους άλλους
    çok iyi bir patronum var — έχω ένα πολύ καλό αφεντικό
     αντώνυμα: kötü
  2. καλός, που υπερτερεί σε κάτι, είναι ανώτερος από άλλους ομοίους του
    sınıfımızın en iyi öğrencisiydi — ήταν η καλύτερη μαθητή της τάξης μας
     αντώνυμα: kötü
  3. καλός, ικανοποιητικός, κατάλληλος
    iyi bir otel buldum — βρήκα ένα καλό ξενοδοχείο
     συνώνυμα: güzel
     αντώνυμα: kötü
  4. καλός, πρώτο συνθετικό σε μερικές φράσεις με την έννοια της ευχής να είναι καλό ή που έχει ήδη την ιδιότητα του καλού
    iyi yolculuklarκαλό ταξίδι
     συνώνυμα: mutlu (μόνο σε μερικές φράσεις)

Παράγωγα

  • iyilik
  • iyice

Εκφράσεις

Αναφορές

  1. iyi - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.