imagine
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | imagine |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | imagines |
| αόριστος | imagined |
| παθητική μετοχή | imagined |
| ενεργητική μετοχή | imagining |
Ρήμα
imagine (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φαντάζομαι, σχηματίζω μια εικόνα στο μυαλό μου για το πώς μπορεί να είναι κάτι
- ↪ I was imagining a better ending for my story.
- Φανταζόμουν ένα καλύτερο τέλος για την ιστορία μου.
- ↪ I can imagine how difficult this is for you.
- Μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο είναι αυτό για εσένα.
- ↪ I can’t imagine my life without you.
- Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή χωρίς εσένα.
- ↪ Can you imagine him dancing?
- Μπορείς να τον φανταστείς να χορεύει;
- ↪ The child has never imagined their life without the internet.
- Το παιδί δεν έχει φανταστεί τη ζωή του χωρίς το διαδίκτυο.
- ≈ συνώνυμα: picture και think
- ↪ I was imagining a better ending for my story.
- (μεταβατικό) φαντάζομαι, πιστεύω κάτι που δεν είναι αλήθεια
- ↪ Don’t you go imagining that I’ll pay your debts!
- Μην φαντάζεσαι ότι θα πληρώσω τα χρέη σου!
- ↪ Don’t you go imagining that I’ll pay your debts!
- (μεταβατικό και αμετάβατο) υποθέτω, νομίζω ότι κάτι μάλλον ισχύει
Παράγωγα
- imaginable
- imaginal
- imaginary
- imagination
- imaginative
- image
- imagery
- imago
Ρουμανικά (ro)
Κλίση
κλίση του imagine
| ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
| ονομαστική | o imagine | imaginea | nişte imagini | imaginile |
| γενική | a unei imagini | imaginii | a unor imagini | imaginilor |
| δοτική | a unei imagini | imaginii | a unor imagini | imaginilor |
| αιτιατική | o imagine | imaginea | nişte imagini | imaginile |
| κλητική | — | - | — | - |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.