hic

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

hic (fr) αρσενικό

  • ένα δύσκολο αλλά κύριο σημείο μιας δουλειάς
C'est là le hic. Αυτό είναι το πρόβλημα!
Il y a un hic. Υπάρχει ένα πρόβλημα!

---

Λατινικά (la)

Αντωνυμία

hic (la)

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική hic haec hōc hae haec
γενική hūiŭs hūiŭs hūiŭs hōrum hārum hōrum
δοτική hŭīc hŭīc hŭīc hīs hīs hīs
αιτιατική hunc hanc hōc hōs hās haec
κλητική - - - - - -
αφαιρετική hōc hāc hōc hīs hīs hīs
(δεικτικές αντωνυμίες)

Επίρρημα

hic (la)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.