heliotrope

Αγγλικά (en)

Heliotrope (6)

Ετυμολογία

heliotrope < γαλλική héliotrope < αρχαία ελληνική ἡλιοτρόπιον < ἥλιος + τρέπω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈhiːliəˌtroʊp/

Ουσιαστικό

heliotrope (en)

  1. (φυτό) φυτό που στρέφεται προς τον ήλιο
  2. (φυτό) ηλιοτρόπιο
  3. το άρωμα που βγαίνει από το φυτό ηλιοτρόπιο
  4. ανοιχτό μοβ ή βιολετί χρώμα
    heliotrope (χρώμα):   
  5. (ορυκτολογία) κοκκινωπό πέτρωμα (είδος χαλαζία)
  6. όργανο μέτρησης αποστάσεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.