ἡλιοτρόπιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἡλιοτρόπιον τὰ ἡλιοτρόπι
      γενική τοῦ ἡλιοτροπίου τῶν ἡλιοτροπίων
      δοτική τῷ ἡλιοτροπί τοῖς ἡλιοτροπίοις
    αιτιατική τὸ ἡλιοτρόπιον τὰ ἡλιοτρόπι
     κλητική ! ἡλιοτρόπιον ἡλιοτρόπι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡλιοτροπίω
γεν-δοτ τοῖν  ἡλιοτροπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡλιοτρόπιον (ελληνιστική κοινή) <  δείτε τις λέξεις ἥλιος και τρέπω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ηλιοτρόπιο, λατινικά: hēliotropium

Ουσιαστικό

ἡλιοτρόπιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (φυτό) ηλιοτρόπιο
  2. ηλιακό ρολόι
  3. είδος χαλαζία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.