hôtellerie
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- hôtellerie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.tɛl.ʁi/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hôtellerie | hôtelleries |
hôtellerie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) οίκος όπου οι ταξιδιώτες μπορούν να διαμείνουν και να φάνε, επί πληρωμή
- (αρχιτεκτονική) τμήμα ενός μοναστηριού όπου διαμένουν οι περαστικοί
- (παρωχημένο) πανδοχείο
- άνετο ή και πολυτελές ξενοδοχείο ή εστιατόριο, στην εξοχή
- το ξενοδοχειακό επάγγελμα
- η ξενοδοχειακή δραστηριότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.