gander

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

gander < μέση αγγλική gandre < αγγλοσαξονικά gandra / ganra < πρωτογερμανική *ganzô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns- (χήνα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡæn.də(ɹ)/

Ουσιαστικό

gander (en)

  1. (πτηνό) αρσενική χήνα, χήνος
  2. (μεταφορικά) αφελής, ανόητος
  3. (μεταφορικά) άντρας, αρσενικό
  4. (μεταφορικά, ιδιωματισμός) άντρας που ζει χωριστά από τη γυναίκα του
  5. (ιδιωματισμός) κοίταγμα, ματιά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.