franco
Γαλλικά (fr)
Επίρρημα
franco (fr)
- χωρίς πρόσθετα έξοδα
- (οικείο) στα ίσια, κατευθείαν, χωρίς ψεύτικες δικαιολογίες
Εσπεράντο (eo)
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | franco | francoj |
| αιτιατική | francon | francojn |
franco (eo)
- ο Γάλλος
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.