franco

Γαλλικά (fr)

Επίρρημα

franco (fr)

  1. χωρίς πρόσθετα έξοδα
  2. (οικείο) στα ίσια, κατευθείαν, χωρίς ψεύτικες δικαιολογίες



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

franco < franc + -o

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική francofrancoj
αιτιατική franconfrancojn

franco (eo)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

franco < λατινική Franci, από το γερμανικό όνομα του λαού Franchi που κυριολεκτικά σημαίνει ο γενναίος.

Επίθετο

ενικός πληθυντικός
αρσενικό franco franchi
θηλυκό franca franche

franco (it)

  1. ειλικρινής , έντιμος, άνετος
  2. απαλλαγή από φόρους και δασμούς


Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
αρσενικό franco franchi
θηλυκό franca franche

franco (it)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.