flagellum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

flagellum < υποκοριστικό του flagrum

Ουσιαστικό

flagellum

  1. φραγγέλιο, μαστίγιο
  2. ιμάντας δόρατος
  3. ράβδος
  4. κλήμα
  5. βλαστός

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική flagellum flagella
γενική flagellī flagellōrum
δοτική flagellō flagellīs
αιτιατική flagellum flagella
κλητική flagellum flagella
αφαιρετική flagellō flagellīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.