fenestra

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

fenestra (la)

  1. παράθυρο
  2. η εσοχή ενός παραθύρου
  3. άνοιγμα στον τοίχο για είσοδο του φωτός
  4. (μεταφορικά) ευκαιρία, παράθυρο ευκαιρίας
  5. ρήγμα που έκαναν οι πολιορκητές σε τείχη

Παράγωγα

  • fenestella
  • fenestrula

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fenestra fenestrae
γενική fenestrae fenestrārum
δοτική fenestrae fenestrīs
αιτιατική fenestram fenestrās
κλητική fenestra fenestrae
αφαιρετική fenestrā fenestrīs
(α' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.