πολιορκητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολιορκητής οι πολιορκητές
      γενική του πολιορκητή των πολιορκητών
    αιτιατική τον πολιορκητή τους πολιορκητές
     κλητική πολιορκητή πολιορκητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιορκητής < πολιορκώ + -τής

Ουσιαστικό

πολιορκητής αρσενικό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.