αεριστήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριστήρας οι αεριστήρες
      γενική του αεριστήρα των αεριστήρων
    αιτιατική τον αεριστήρα τους αεριστήρες
     κλητική αεριστήρα αεριστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεριστήρας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾiˈsti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεριστήρας

Ουσιαστικό

αεριστήρας αρσενικό

  1. εξάρτημα ή μηχάνημα που διευκολύνει τον αερισμό, τη διέλευση του αέρα· που συμβάλλει στην ανάμειξη του αέρα με μια ουσία, όπως το χώμα ή κάποιο υγρό.
    αεριστήρας γκαζόν, αεριστήρας κρασιού
  2. ανεμιστήρας, βαντιλατέρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.