prey on

Αγγλικά (en)

ενεστώτας prey on
γ΄ ενικό ενεστώτα preys on
αόριστος preyed on
παθητική μετοχή preyed on
ενεργητική μετοχή preying on

Ετυμολογία

prey on <  δείτε τις λέξεις prey και on

Ρήμα

prey on (en)

  1. κυνηγάω, για ένα ζώο ή ένα πουλί που κυνηγά και σκοτώνει ένα άλλο ζώο για τροφή
    Hawks prey on rabbits and small birds.
    Τα γεράκια κυνηγάνε λαγούς και μικρά πουλιά.
  2. εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι κάποιον με ανέντιμο τρόπο για να πάρω αυτό που θέλω
    They prey on people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη exploit

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.