οπισθέλκουσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπισθέλκουσα | οι | οπισθέλκουσες |
| γενική | της | οπισθέλκουσας | των | οπισθελκουσών |
| αιτιατική | την | οπισθέλκουσα | τις | οπισθέλκουσες |
| κλητική | οπισθέλκουσα | οπισθέλκουσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.