οπισθέλκουσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπισθέλκουσα οι οπισθέλκουσες
      γενική της οπισθέλκουσας των οπισθελκουσών
    αιτιατική την οπισθέλκουσα τις οπισθέλκουσες
     κλητική οπισθέλκουσα οπισθέλκουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπισθέλκουσα (νεολογισμός) < οπισθ- + έλκουσα < έλκω

Ουσιαστικό

οπισθέλκουσα θηλυκό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.