dépoter

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dépoter < dé- + pot

Ρήμα

dépoter (fr)

  1. μεταφέρω κάτι σε άλλο βάζο ή δοχείο
  2. βγάζω ένα φυτό από τη γλάστρα του για να το βάλω σε άλλη
  3. αδειάζω ένα δοχείο από το περιεχόμενό του
  4. (μεταφορικά) (οικείο) είμαι πολυάσχολος, πηγαινοέρχομαι, δουλεύω έντονα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.