décrue

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

décrue: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής décru αορίστου του décroître

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
décrue décrues

décrue (fr) θηλυκό

  1. η ελάττωση ή πτώση της στάθμης ενός ποταμού
     αντώνυμα: crue
  2. (μεταφορικά) η ύφεση, η αποανάπτυξη
     συνώνυμα:  baisse, décroissance, décroissement και diminution

Κλιτικός τύπος μετοχής

décrue (fr)

Ρηματικός τύπος

décrue (fr)

  1. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του décruer
  2. α΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του décruer
  3. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεστώτα του décruer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.