clash

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
clash clashes

clash (en)

  1. (ονοματοποιία) ένας δυνατός ήχος σαν να συγκρούονται δύο μεταλλικά αντικείμενα
     συνώνυμα: clashing
  2. σύγκρουση

Ρήμα

ενεστώτας clash
γ΄ ενικό ενεστώτα clashes
αόριστος clashed
παθητική μετοχή clashed
ενεργητική μετοχή clashing

clash (en)

  1. παράγω δυνατό ήχο
  2. συγκρούομαι, έρχομαι σε σύγκρουση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.