chill

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
chill chills

chill (en)

Σύνθετα

Ρήμα

ενεστώτας chill
γ΄ ενικό ενεστώτα chills
αόριστος chilled
παθητική μετοχή chilled
ενεργητική μετοχή chilling

chill (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) κρυώνω, το φαγητό ή το ποτό γίνεται δροσερό ή όταν κάποιος το κρυώνει, γίνεται πολύ κρύο αλλά δεν παγώνει
    Put the wine in the fridge to chill.
    Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cool

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.