USA
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /juː ɛs ˈeɪ/
Συντομομορφή
USA (en) αρκτικόλεξο
- (χώρα) United States of America, οι ΗΠΑ
- (στρατιωτικός όρος) United States Army, ο Αμερικανικός Στρατός, ο Στρατός (ξηράς) των Ηνωμένων Πολιτειών
- → δείτε και τα αρκτικόλεξα USMC, USN, USAF, USSF και USCG
- U.S.A. (χώρα)
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- USA < (άμεσο δάνειο) αγγλική USA
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌuːʔɛsˈʔaː/
- ⓘ
Συνώνυμα
- VSA (παρωχημένο)
- US-Amerika
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.