border
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| border | borders |
border (en)
- το όριο, το σύνορο, συνοριακός, η γραμμή που χωρίζει δύο χώρες ή περιοχές
- ↪ the border between France and Germany - το όριο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας
- ↪ The borders of Germany were determined by the peace treaty.
- Τα όρια της Γερμανίας καθορίστηκαν με τη συνθήκη ειρήνης.
- ↪ The River Evros forms the border between Greece and Turkey.
- Ο Έβρος αποτελεί το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
- ↪ I am escaping over the border.
- Δραπετεύω περνώντας τα σύνορα.
- ↪ Fights broke out fifty kilometers north of the border.
- Μάχες ξέσπασαν πενήντα χιλιόμετρα βορείως των συνόρων.
- ↪ border towns - συνοριακές πόλεις
- η άκρη, μια μακρόστενη λωρίδα γύρω από την άκρη του κάτι
- ↪ Her handkerchief had a lace border.
- Το μαντήλι της είχε δαντέλα στην άκρη.
- ↪ Her handkerchief had a lace border.
Παράγωγα
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | border |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | borders |
| αόριστος | bordered |
| παθητική μετοχή | bordered |
| ενεργητική μετοχή | bordering |
border (en)
Πηγές
- border (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- border (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26, 632, 851. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη, όριο, συνορεύω, συνοριακός, σύνορο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.