bonde
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
bonde
bondes
Ουσιαστικό
bonde
(fr)
θηλυκό
άνοιγμα
που επιτρέπει την
εκκένωση
ενός
έλους
, ενός
βαρελιού
, κ.α.
ξύλινο
εξάρτημα
που κλείνει το παραπάνω
άνοιγμα
μεταλλικό
εξάρτημα
που κλείνει έναν
νεροχύτη
, έναν
νιπτήρα
, μια
μπανιέρα
, κ.α.
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.