κέικ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
κέικ ουδέτερο άκλιτο (και κεκ)
- γλυκό από ζύμη με αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και μαγιά που ψήνεται στο φούρνο συνήθως μέσα σε μακρόστενες ή στρογγυλές φόρμες με τρύπα μπορεί να περιέχει και διάφορα άλλα συστατικά
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
