φεγγοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φεγγοβολώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φεγγοβολῶ,[1] συνηρημένος τύπος του φεγγοβολέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /feŋ.ɡo.voˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φεγ‐γο‐βο‐λώ
Ρήμα
φεγγοβολώ/φεγγοβολάω, πρτ.: φεγγοβολούσα, αόρ.: φεγγοβόλησα, μτχ.π.π.: φεγγοβολημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- φέγγω έντονα, ακτινοβολώ, λάμπω
Κλίση
- Παρατατικός: συνήθως ο τύπος φεγγοβολούσα[2]
- Μετοχή παθητικού παρακειμένου: φεγγοβολημένος
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φεγγοβολάω - φεγγοβολώ | φεγγοβολούσα | θα φεγγοβολάω - φεγγοβολώ | να φεγγοβολάω - φεγγοβολώ | φεγγοβολώντας | |
| β' ενικ. | φεγγοβολάς | φεγγοβολούσες | θα φεγγοβολάς | να φεγγοβολάς | φεγγοβόλα - φεγγοβόλαγε | |
| γ' ενικ. | φεγγοβολάει - φεγγοβολά | φεγγοβολούσε | θα φεγγοβολάει - φεγγοβολά | να φεγγοβολάει - φεγγοβολά | ||
| α' πληθ. | φεγγοβολάμε - φεγγοβολούμε | φεγγοβολούσαμε | θα φεγγοβολάμε - φεγγοβολούμε | να φεγγοβολάμε - φεγγοβολούμε | ||
| β' πληθ. | φεγγοβολάτε | φεγγοβολούσατε | θα φεγγοβολάτε | να φεγγοβολάτε | φεγγοβολάτε | |
| γ' πληθ. | φεγγοβολάν(ε) - φεγγοβολούν(ε) | φεγγοβολούσαν(ε) | θα φεγγοβολάν(ε) - φεγγοβολούν(ε) | να φεγγοβολάν(ε) - φεγγοβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φεγγοβόλησα | θα φεγγοβολήσω | να φεγγοβολήσω | φεγγοβολήσει | ||
| β' ενικ. | φεγγοβόλησες | θα φεγγοβολήσεις | να φεγγοβολήσεις | φεγγοβόλα - φεγγοβόλησε | ||
| γ' ενικ. | φεγγοβόλησε | θα φεγγοβολήσει | να φεγγοβολήσει | |||
| α' πληθ. | φεγγοβολήσαμε | θα φεγγοβολήσουμε | να φεγγοβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | φεγγοβολήσατε | θα φεγγοβολήσετε | να φεγγοβολήσετε | φεγγοβολήστε | ||
| γ' πληθ. | φεγγοβόλησαν φεγγοβολήσαν(ε) |
θα φεγγοβολήσουν(ε) | να φεγγοβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φεγγοβολήσει | είχα φεγγοβολήσει | θα έχω φεγγοβολήσει | να έχω φεγγοβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φεγγοβολήσει | είχες φεγγοβολήσει | θα έχεις φεγγοβολήσει | να έχεις φεγγοβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φεγγοβολήσει | είχε φεγγοβολήσει | θα έχει φεγγοβολήσει | να έχει φεγγοβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φεγγοβολήσει | είχαμε φεγγοβολήσει | θα έχουμε φεγγοβολήσει | να έχουμε φεγγοβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φεγγοβολήσει | είχατε φεγγοβολήσει | θα έχετε φεγγοβολήσει | να έχετε φεγγοβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φεγγοβολήσει | είχαν φεγγοβολήσει | θα έχουν φεγγοβολήσει | να έχουν φεγγοβολήσει |
| |
Αναφορές
- φεγγοβολώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.