blame

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

blame (en) (μη μετρήσιμο)

Ρήμα

ενεστώτας blame
γ΄ ενικό ενεστώτα blames
αόριστος blamed
παθητική μετοχή blamed
ενεργητική μετοχή blaming

blame (en)

  • κατηγορώ, επικρίνω, τα βάζω με κάποιον ή κάτι, λέω ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για κάτι άσχημο
    Stop blaming your tools.
    Πάψε να τα βάζεις με τα εργαλεία σου.
    Don’t blame me for that mistake.
    Μην τα βάζεις μαζί μου για αυτό το λάθος.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.