birdie
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbər.di/ (US)
Ουσιαστικό
birdie (en)
- πουλάκι
- (στο μπάντμιντον) φτερό, "μπαλάκι"
- (στο γκολφ) τρόπος επίτευξης σκορ
- ηλεκτρομαγνηικό σήμα που δημιουργείται σε μια ηλεκτρονική συσκευή
- (the) birdie: αγενής χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο ενός χεριού λυγισμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.