birdie

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

birdie < bird + -ie

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbər.di/ (US)

Ουσιαστικό

birdie (en)

  1. πουλάκι
     συνώνυμα: cocky
  2. (στο μπάντμιντον) φτερό, "μπαλάκι"
  3. (στο γκολφ) τρόπος επίτευξης σκορ
  4. ηλεκτρομαγνηικό σήμα που δημιουργείται σε μια ηλεκτρονική συσκευή
  5. (the) birdie: αγενής χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο ενός χεριού λυγισμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.