γκολφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκολφ < αγγλική golf

Ουσιαστικό

γκολφ ουδέτερο άκλιτο

  • παιχνίδι κατά το οποίο ο κάθε παίκτης προσπαθεί, με ένα ειδικό μπαστούνι, να βάλει ένα μπαλάκι σε μια σειρά από τρύπες κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερα χτυπήματα

 συνώνυμα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.