bide
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | bide |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bides |
| αόριστος | bode, bided |
| παθητική μετοχή | bidden, bided |
| ενεργητική μετοχή | biding |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Προφορά
- ΔΦΑ : /baɪd/ (βρετανική κα ΗΠΑ)
Εκφράσεις
Σημειώσεις
- Παρωχημένο, εκτός από την έκφραση bide one's time. Αντ' αυτού χρησιμοποιείται το ρήμα abide
Γαλλικά (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.