artemisia

Ιταλικά (it)

αρτεμισία

Ετυμολογία

artemisia < αρχαία ελληνική Αρτεμισία, αρχαία βασίλισσα

Ουσιαστικό

artemisia (it)

  1. (φυτό) αρτεμισία, γένος φυτών
  2. (αρωματοποιία) τα φύλλα της χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αρωμάτων
  3. (γαστρονομία) χρησιμοποιείται για να αρωματίσει το ποτό βερμούτ, την μπύρα και το κρασί
  4. (ιατρική) χρησιμοποιείται σαν βότανο ή συστατικό βοτάνων
  5. (γαστρονομία) στη γαλλική κουζίνα, χρησιμοποιείται σαν αρωματικό μπαχαρικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.