toilet

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
toilet (en)
- η προσωπική περιποίηση και υγιεινή
- το αποχωρητήριο, ο καμπινές, η τουαλέτα, το WC
- η λεκάνη της τουαλέτας
- (μεταφορικά) ένα βρόμικο μέρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.