toilet

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

toilet (en)

  1. η προσωπική περιποίηση και υγιεινή
  2. το αποχωρητήριο, ο καμπινές, η τουαλέτα, το WC
  3. η λεκάνη της τουαλέτας
  4. (μεταφορικά) ένα βρόμικο μέρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.