Schwester

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schwester die Schwestern
γενική der Schwester der Schwestern
δοτική der Schwester den Schwestern
αιτιατική die Schwester die Schwestern

Ετυμολογία

Schwester < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική swester < παλαιά άνω γερμανική swester [1] < πρωτογερμανική *swestēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swésōr [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʃvɛstɐ/
 
 

Ουσιαστικό

Schwester (de) θηλυκό

  1. (οικογένεια) η αδελφή
    Meine große Schwester studiert Jura.
    Η μεγάλη μου αδερφή σπουδάζει νομική.
     αντώνυμα: Bruder
  2. (μεταφορικά) συντρόφισσα, φίλη
  3. (εκκλησιαστικός όρος, καθολικισμός) προσφώνηση μοναχής
     συνώνυμα: Ordensschwester
  4. η νοσοκόμα
     συνώνυμα: Krankenschwester
  5. (αργκό) ο ομοφυλόφιλος

Συγγενικά

  • Geschwister
  • Schwesterchen
  • schwesterlich

Σύνθετα

  • Schwester στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Schwester - Duden online.
  2. Schwester - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.