Neffe

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Neffe die Neffen
γενική des Neffen der Neffen
δοτική dem Neffen den Neffen
αιτιατική den Neffen die Neffen

Ετυμολογία

Neffe < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική neve < παλαιά άνω γερμανική nevo [1] < πρωτογερμανική *nefô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *népōts [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈnɛfə/
 

Ουσιαστικό

Neffe (de) αρσενικό

  • (οικογένεια) ο ανιψιός
    Wann heiratet dein Neffe?
    Πότε παντρεύεται ο ανιψιός σου;

Αντώνυμα

Σύνθετα

Αναφορές

  1. Neffe - Duden online.
  2. Neffe - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

Neffe < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Neffe αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.