Eltern

Γερμανικά (de)

 πτώσεις   ενικός     πληθυντικός  
ονομαστική   die Eltern
γενική   der Eltern
δοτική   den Eltern
αιτιατική   die Eltern

Ετυμολογία

Eltern < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική eltern / altern < παλαιά άνω γερμανική eltiron / altiron (μεγαλύτεροι, γηραιότεροι) < συγκριτικός βαθμός του alt (ηλικιωμένος, γηραιός) [1] [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɛltɐn/
 

Ουσιαστικό

Eltern (de) μόνο στον πληθυντικό

  • (οικογένεια) οι γονείς
    Deine Eltern sind sehr freundlich.
    Οι γονείς σου είναι πολύ φιλικοί.

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Eltern στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Eltern - Duden online.
  2. Eltern - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.