180
Διεθνείς όροι
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| 180 | 180s |
Ουσιαστικό
180 (en)
- (κυριολεκτικά) κάνω επιτόπου στροφή, στροφή 180 μοιρών
- (μεταφορικά) κάνω το αντίθετο
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) υπαναχώρηση από τις αρχικές απόψεις ή θέσεις, πλήρης μεταστροφή σε σχέση με όσα πριν υποστήριζε κάποιος
Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντίθετο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.