επιτόπου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιτόπου < ελληνιστική κοινή ἐπί τόπου, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sur place
Επίρρημα
επιτόπου
Εκφράσεις
- ατάκα κι επιτόπου: άμεσα, εδώ και τώρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.