επιτόπου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιτόπου < ελληνιστική κοινή ἐπί τόπου, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sur place

Επίρρημα

επιτόπου

  1. (τοπικό) στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
  2. (χρονικό) την ίδια στιγμή, αμέσως
     συνώνυμα: παραχρήμα

Εκφράσεις

  • ατάκα κι επιτόπου: άμεσα, εδώ και τώρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.