βιόω
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βιόω < βίος + -jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω)
Αρχικοί Χρόνοι | |
|---|---|
| Ενεστώτας | βιῶ |
| Παρατατικός | ἐβίουν |
| Μέλλοντας | βιώσομαι και βιώσω |
| Αόριστος α' και β' | ἐβίωσα και ἐβίων |
| Παρακείμενος | βεβίωκα |
| Υπερσυντέλικος | - |
Συγγενικά
στην αρχαία ελληνική
στην αρχαία και στη νέα ελληνική
Σύνθετα
- ἀναβιόω, ἀναβιῶ
- διαβιόω, διαβιῶ
- συμβιόω, συμβιῶ
- ἐπιβιόω, ἐπιβιῶ
- και δείτε Λέξεις με --βιόω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αντώνυμα
- ἀποθνῄσκω
Εκφράσεις
- «λάθε βιώσας» να περνάς τη ζωή σου σε αφάνεια και να μην αποζητείς μάταιη φήμη Πλούταρχος «Εἰ καλῶς εἴρηται τὸ λάθε βιώσας»
- βιώνω (νέα ελληνικά)
Πηγές
- βιόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βιόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.