κετόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κετόνη οι κετόνες
      γενική της κετόνης των κετονών
    αιτιατική την κετόνη τις κετόνες
     κλητική κετόνη κετόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κετόνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική cétone < acétone < λατινική acetum < aceo < πρωτοϊταλική *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (οξύς, αιχμηρός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈto.ni/

Ουσιαστικό

κετόνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.