-κολλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -κολλα οι -κολλες
      γενική της -κολλας των -κολλών
    αιτιατική τη(ν) -κολλα τις -κολλες
     κλητική -κολλα -κολλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-κολλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -κολλα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κολλα

Επίθημα

-κολλα θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κολλα στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -κολλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.