αλευρόκολλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλευρόκολλα | οι | αλευρόκολλες |
| γενική | της | αλευρόκολλας | των | αλευροκολλών |
| αιτιατική | την | αλευρόκολλα | τις | αλευρόκολλες |
| κλητική | αλευρόκολλα | αλευρόκολλες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλευρόκολλα < αλευρό- + -κολλα
Ουσιαστικό
αλευρόκολλα θηλυκό
- κόλλα που παρασκευάζεται με αλεύρι και νερό μετά από ζέσταμα (όχι βράσιμο) και συνεχή ανάδευση, σε αναλογία 1 προς 3 αντίστοιχα
- (βοτανική): αζωτούχος ύλη των δημητριακών, γνωστότερη ως γλουτένη
Παράγωγα
- αλευροκολλάω
- αλευροκόλληση
Σημειώσεις
- ιδιαίτερα ισχυρή κόλλα για χαρτοκόλληση, στη βιβλιοδεσία, κ.α.
Μεταφράσεις
αλευρόκολλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.