-ιάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -ιάνα | οι | -ιάνες |
| γενική | της | -ιάνας | — | |
| αιτιατική | τη(ν) | -ιάνα | τις | -ιάνες |
| κλητική | -ιάνα | -ιάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συγκρίνετε με τη γενική πληθυντικό στο -άνος. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιάνα στο Βικιλεξικό
και
- -άνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.