-ανι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ανι | ||
| γενική | του | -ανίου | ||
| αιτιατική | το | -ανι | ||
| κλητική | -ανι | |||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ανι < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα
-ανι ή -ιανι ουδέτερο
Πηγές
- Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας, Αθήνα, σελ. 120 απόσπασμα@books.google
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.