Γκίνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γκίνης | οι | Γκίνηδες |
| γενική | του | Γκίνη | των | Γκίνηδων |
| αιτιατική | τον | Γκίνη | τους | Γκίνηδες |
| κλητική | Γκίνη | Γκίνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
-
Γκίνης στη Βικιπαίδεια
(σελίδα αποσαφήνισης)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Gkinis, Ginis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.