Κανάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κανάκης | οι | Κανάκηδες |
| γενική | του | Κανάκη | των | Κανάκηδων |
| αιτιατική | τον | Κανάκη | τους | Κανάκηδες |
| κλητική | Κανάκη | Κανάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κανάκης < + -άκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈna.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐νά‐κης
Συγγενικά
- Κανάκια (τοπωνύμιο)
- Κανάκιανι (τοπωνύμιο)
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.