Δημήτρανι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Δημήτρανι | ||
| γενική | του | Δημητρανίου | ||
| αιτιατική | το | Δημήτρανι | ||
| κλητική | Δημήτρανι | |||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Δημήτρανι < το επώνυμο Δημητρ(ίου) + -ανι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈmi.tɾa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δη‐μή‐τρα‐νι
Αναφορές
- Αθηνά: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1989), Αθήνα, σελ. 120
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.