τυρέμπορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυρέμπορας οι τυρέμπορες
      γενική του τυρέμπορα των τυρέμπορων
    αιτιατική τον τυρέμπορα τους τυρέμπορες
     κλητική τυρέμπορα τυρέμπορες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Συγκρίνετε με την κλίση του τυρέμπορος.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυρέμπορας < τυρ(ί) + -έμπορας[1]

Ουσιαστικό

τυρέμπορας αρσενικό

  • (λαϊκότροπο, επάγγελμα) άλλη μορφή του τυρέμπορος
    ο παππούς μου ήταν μεγάλος τυρέμπορας και μιλούσε πολλές γλώσσες διότι του ήταν πιο εύκολο να επικοινωνεί με τους ανθρώπους με τους οποίους εμπορεύονταν

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -έμπορας στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.