ῥοδωνιά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥοδωνιᾱ́ αἱ ῥοδωνιαί
      γενική τῆς ῥοδωνιᾶς τῶν ῥοδωνιῶν
      δοτική τῇ ῥοδωνι ταῖς ῥοδωνιαῖς
    αιτιατική τὴν ῥοδωνιᾱ́ν τὰς ῥοδωνιᾱ́ς
     κλητική ! ῥοδωνιᾱ́ ῥοδωνιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥοδωνιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ῥοδωνιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥοδωνιά < ῥοδών + -ιά

Ουσιαστικό

ῥοδωνιά, -άς θηλυκό

  1. κήπος με τριαντάφυλλα
      4ος πκε αιώνας Ψευδο-Δημοσθένης, Πρὸς Νικόστρατον περὶ ἀνδραπόδων ἀπογραφῆς, 16 @scaife.perseus.org
    πρὸς δὲ τούτοις μεθʼ ἡμέραν παιδάριον ἀστὸν εἰσπέμψαντες διὰ τὸ γείτονες εἶναι καὶ ὅμορον τὸ χωρίον, ἐκέλευον τὴν ῥοδωνιὰν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν, ἵνα, εἰ καταλαβὼν αὐτὸν ἐγὼ δήσαιμι ἢ κατάξαιμι ὡς δοῦλον ὄντα, γραφήν με γράψαιντο ὕβρεως.
     συνώνυμα: ῥοδεών, ῥόδον, ῥοδών, λατινικά rosarium
  2. ποικιλία αμπελιού με ροδόχρωμα σταφύλια
  3. (φυτό) αγριοτριανταφυλλιά (ῥοδάκανθα)
  4. γλύκισμα με ροδοπέταλα (ῥοδουντία)
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 70 406a, @scaife.perseus, @el.wikisource
    ῥοδωνιὰν καλῶ μὲν τὴν λοπάδα ταύτην ἐγώ ἐσκεύασται δ’ οὕτως, ἵνα καὶ ἥδυσμα στεφανωτικὸν μὴ μόνον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς λαβὼν σχῇς, ἀλλὰ καὶ ἔνδον σεαυτοῦ καὶ πανδαισίᾳ τὸ σωμάτιον πᾶν ἑστιάσῃς, ῥόδα τὰ εὐοσμότατα ἐν ἴγδει τρίψας ἐπέβαλον ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἑφθοὺς σφόδρα ἐξινιασθέντας καὶ τῶν ᾠῶν τὰ χρυσᾶ, μεθ’ ἃ ἔλαιον, γάρον, πέπερι, οἶνον.

  • ῥοδωνία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.