ἄραβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ᾰρᾰβο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἄραβος | οἱ | ἄραβοι | |
| γενική | τοῦ | ἀράβου | τῶν | ἀράβων | |
| δοτική | τῷ | ἀράβῳ | τοῖς | ἀράβοις | |
| αιτιατική | τὸν | ἄραβον | τοὺς | ἀράβους | |
| κλητική ὦ! | ἄραβε | ἄραβοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράβω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀράβοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἄραβος αρσενικό
- τρίξιμο δοντιών, κροτάλισμα δοντιών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 375
- ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ᾽ ὀδόντων: χλωρὸς ὑπαὶ δείους: τὼ δ᾽ ἀσθμαίνοντε κιχήτην
- στέκει, του φόβου πράσινος, παντού ριγοκοπώντας, και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που κροτούσαν. Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν Απόδοση Αλέξανδρος Πάλλης)
- κρότος, κτύπος
- ψόφος (ο θόρυβος)
Συγγενικά
- ἄραδος για το γουργούρισμα του στομάχου
Πηγές
- ἄραβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄραβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.