ἄραβος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰρᾰβο-
ονομαστική ἄραβος οἱ ἄραβοι
      γενική τοῦ ἀράβου τῶν ἀράβων
      δοτική τῷ ἀράβ τοῖς ἀράβοις
    αιτιατική τὸν ἄραβον τοὺς ἀράβους
     κλητική ! ἄραβε ἄραβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀράβω
γεν-δοτ τοῖν  ἀράβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄραβος, ήδη ομηρικό < πιθανόν ηχομιμητική λέξη με κατάληξη όπως ταθόρυβος, κόναβος κ.λπ· βλ. και ἄραδος)

Ουσιαστικό

ἄραβος αρσενικό

  1. τρίξιμο δοντιών, κροτάλισμα δοντιών
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 375
    ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ᾽ ὀδόντων: χλωρὸς ὑπαὶ δείους: τὼ δ᾽ ἀσθμαίνοντε κιχήτην
    στέκει, του φόβου πράσινος, παντού ριγοκοπώντας, και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που κροτούσαν. Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν Απόδοση Αλέξανδρος Πάλλης)
  2. κρότος, κτύπος
  3. ψόφος (ο θόρυβος)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.