ῥάζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥάζω < πιθανόν ἀράζω και ηχομιμητικό ή συγγενές ῥάσσω, ἀράσσω (ἀρακόττω), ἄραβος, ἀραβέω

Ρήμα

ῥάζω ( & αττικός τύπος ῥύζέω - ῥύζῶ & ἀράζω)

  1. γρυλίζω για σκυλιά και μεταφορικά για ανθρώπους, βγάζω περίεργους ήχους
  2. γρινιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.