ῥάζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ῥάζω
< πιθανόν
ἀράζω
και
ηχομιμητικό
ή συγγενές
ῥάσσω
,
ἀράσσω
(
ἀρακόττω
),
ἄραβος
,
ἀραβέω
Ρήμα
ῥάζω
( &
αττικός τύπος
ῥύζέω
-
ῥύζῶ
&
ἀράζω
)
γρυλίζω
για σκυλιά και μεταφορικά για ανθρώπους, βγάζω περίεργους ήχους
γρινιάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.